- ταυροφόνος
- -ον, Α1. αυτός ο οποίος φονεύει ταύρους2. προσωνυμία τού Ηρακλέους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -φόνος (< φόνος < θείνω* «σκοτώνω»), πρβλ. καπρο-φόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταυροφόνος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυροφόνον — ταυροφόνος masc/fem acc sg ταυροφόνος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυροφόνων — ταυροφόνος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταυροφόνῳ — ταυροφόνος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tavrophonvs — TAVROPHŎNVS, i, Gr. Ταυροφόνος, ου, ein Beynamen des Herkules, Theocr. Idyll. 17. v. 20. welcher der Ochsenschlächter heißt. Vermuthlich hat er denselben von folgender Geschichte. Als er ehemals nach Lindus kam, so bath er einen Ackermann um… … Gründliches mythologisches Lexikon
ταυροκτόνος — ον, Α (με ενεργ σημ.) αυτός που σκοτώνει ταύρους, ταυροφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κτόνος (< κτείνω) πρβλ. χοιρο κτόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek
ταυροφόνια — Αρχαία ελληνική θρησκευτική γιορτή που ήταν βασικά καθιερωμένη στην Ανάφη και σε μικρασιατικές πόλεις. Η γιορτή ήταν αφιερωμένη στον Ποσειδώνα ή στην Ταυροπόλο Άρτεμη. Μετά τη θρησκευτική τελετή γίνονταν αθλητικές ασκήσεις με ταύρους. * * * τὰ, Α … Dictionary of Greek
ταυροφόντης — ὁ, Μ ταυροφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + φόντης (< θείνω* «φονεύω» κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] … Dictionary of Greek
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek